Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Μαθαίνοντας καινούργιες λέξεις στην Παρέλαση


Σήμερα το πρωί βγήκα στην βεράντα και αντίκρισα πάμπολλες ελληνικές σημαίες να κυματίζουν στα μπαλκόνια γύρω. Μεγάλες και καινούργιες. Οι περσινές, νομίζω, ήταν πιο μικρές και κάπως παλιές.

Έτσι, κοιτάζοντας τις σημαίες, αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Να δω την πόλη παραμονές της μεγάλης εθνικής γιορτής.

Έφτασα στο Σύνταγμα άνετα, με το τραμ. Είδα μπροστά στην Βουλή την εξέδρα των επισήμων. Τις άδειες καρέκλες με τα χαρτάκια, τα ονόματα των επισήμων, υποθέτω. Έσπρωξα τα βήματά μου λίγο πιο πέρα. Και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στην Πατησίων. Στο ύψος του Πολυτεχνείου. Συνθήματα, πανό, πλανόδιοι πωλητές, επιβάτες στις στάσεις. Από εδώ και πέρα αρχίζει μια «άλλη» Αθήνα. Που ανασαίνει με ζόρι, περπατάει ανήσυχα και έχει πολλούς ζητιάνους.

Δίπλα στο Πολυτεχνείο είχαν μαζευτεί ναρκομανείς. Αρκετοί. Ίσως τους σπρώχνουν από την Ομόνοια προς τα εδώ. Γιατί το «σπεσιαλιτέ» αυτής της πόλης είναι να μην αντιμετωπίσει πραγματικά τα προβλήματα αλλά να τα σπρώξει λίγο πιο πέρα, λίγο πιο κάτω. Καμία ατμόσφαιρα εθνικής γιορτής ανάμεσα στους ναρκομανείς. Αυτοί ψάχνουν άλλα ναρκωτικά, από εκείνα τα γνήσια, τα αυτοκτονικά. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον ένα ζευγάρι ναρκομανών. Βρώμικοι, με τα χέρια να τρέμουν καθώς έστριβαν το τσιγάρο, με το βλέμμα κοιμισμένο. Εκείνη τον πλησίασε, ξαφνικά και τον φίλησε στο μάγουλο. Εκείνος χαμογέλασε τρυφερά. Το χαμόγελο ενός τρυφερού υπνοβάτη. Άνθρωποι που έχουν χάσει τα πάντα. Η χαμένη τρυφερότητα δυο ηττημένων…

Έκανα στροφή και άρχισα να ανεβώ ξανά προς την Πανεπιστημίου. Η πρόβα της παρέλασης είχε αρχίσει. Πρόλαβα τους μαθητές στα Προπύλαια. Άρχισα να τραβώ φωτογραφίες. Οι μαθητές παρέλαυναν ενώ κάποιος με ντουντούκα, δίπλα τους, σκορπούσε αντι-ιμπεριαλιστικά συνθήματα, ενάντια στην παρέμβαση στην Λιβύη. Κάποιος άλλος, με καφέ σακάκι, μπλε σακούλα και φωνή αλά Άδωνη (Γεωργιάδη) τον πλησίασε και γκρίνιαζε που χάλαγε την ατμόσφαιρα της παρέλασης και της εθνικής ομοψυχίας με την ντουντούκα του.

Ξαφνικά ο γκρινιάρης κύριος στράφηκε σε μένα. Με ρώτησε γιατί τον βγάζω φωτογραφία. Το έβρισκε ύποπτο, πρόσθεσε. Του εξήγησα ότι φωτογραφίζω τους μαθητές και όχι εκείνον. «Είστε Έλληνας κύριε;» με ρώτησε με στρατιωτικό ύφος, σχεδόν. «Τι σας νοιάζει εσάς τι είμαι;» απάντησα. «Γιατί εγώ είμαι καραέλληνας» είπε και ύψωσε την μπλε σακούλα του σουπερμάρκετ εν είδη σημαίας. «Να είστε καλά» του λέω και συνέχισα λίγο πιο πέρα.

Έχω αδυναμία στις καινούργιες λέξεις. Και την λέξη «καραέλληνας» ομολογώ πως είναι η πρώτη φορά που την ακούω. Τουλάχιστον η πρώτη φορά που την πρόσεξα και την σημείωσα στο φανταστικό μου λεξικό.

Η λέξη «κάρα» είναι τουρκική και σημαίνει «μαύρος». (Άρα, στην κυριολεξία, ο κύριος ισχυριζόταν πως ήταν «μαύρος Έλληνας»). Χρησιμοποιείται επίσης ως υβριστικό πρόθεμα, όπως στην λέξη «καράβλαχος». Αν έλεγα στον γκρινιάρη κύριο όλα αυτά (και αν μάθαινε και την καταγωγή μου), σίγουρα δεν θα είχαμε καλά ξεμπερδέματα. Οπότε δεν είπα τίποτα. Σαφώς και η λέξη «κάρα», σε αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιείται με την οθωμανική της διάσταση. Αφού «κάρα», στην οθωμανική εποχή, ήταν τίτλος τιμής και αρχοντιάς.

Η παρέλαση συνέχιζε. Οι σημαίες κυμάτιζαν. Μια κυρία, μόνη, χειροκροτούσε. Η ντουντούκα, από την Λιβύη πέρασε στον αγώνα των συμβασιούχων. Εγώ θυμόμουν τις δικές μου παρελάσεις στην Αλβανία. Κάναμε πολλές και ήμασταν πολύ σοβαροί. Και πολύ χειρότερα ντυμένοι. Τώρα που οι έφηβοι στην Αλβανία είναι πολύ καλύτερα ντυμένοι καταργήθηκαν οι παρελάσεις. Γιατί η Αλβανία έπαψε να είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με όλο τον κόσμο. Ή ίσως γιατί κατάλαβαν ότι η καταστροφή δεν ήρθε από τους «εξωτερικούς εχθρούς» αλλά από τους εσωτερικούς τυράννους…

Ρίχνω μια ματιά γύρω μου. Στα σκαλιά της "Τράπεζας της Ελλάδος", τρεις υπάλληλοι (από την Κρήτη μάλλον), αρχίζουν και χειροκροτούν με ενθουσιασμό μόλις βλέπουν να περνάει η «Παγκρήτια Ένωση», με τις παραδοσιακές φορεσιές. Μια ζητιάνα, από αυτές που ντύνονται σαν αγάλματα σε θέατρο του δρόμου, προσπαθεί να πείσει τους λιγοστούς θεατές να της δώσουν κάτι. Ένας έφηβος φιλάει στο στόμα την κοπέλα του που μόλις έχει παρελάσει. Ένας λαχειοπώλης προσπαθεί να πουλήσει τα λαχεία χρησιμοποιώντας το αιώνιο επιχείρημα των λαχειοπωλών: «κληρώνει αύριο». Ένας παππούς χαϊδεύει τον εγγονό του που κρατάει μια πλαστική ελληνική σημαία στα χέρια. Ένας πλανόδιος πωλητής προσπαθεί να πουλήσει στους περαστικούς πλαστικές ελληνικές σημαίες. Είναι μελαψός. «Καρα-αθηναίος», σαν και μένα, και αυτός…
gazikapllani

Δεν υπάρχουν σχόλια: